Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Στα πλαίσια του μαθήματος της Λογοτεχνίας  οι μαθητές της Β΄ Λυκείου διάβασαν ένα λογοτεχνικό βιβλίο και παρουσιάζουν τις εργασίες τους.


~ Συνέντευξη από τον Αλέξη  Ζορμπά, του Δημήτρη Γεωργαλή:
(από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)

-          Γεια σου Αλέξη Ζορμπά. Σε ευχαριστώ που δέχτηκες να μου παραχωρήσεις αυτή τη συνέντευξη. Είσαι έτοιμος να απαντήσεις σε κάθε ερώτηση που θα σου κάνω με ειλικρίνεια;

Μπορώ να σου απαντήσω με ειλικρίνεια σ’ ό,τι κι αν με ρωτήσεις. Να ξέρεις όμως ότι η αλήθεια δεν είναι πάντα ο σωστότερος δρόμος. Αυτό το ‘μαθα όταν ήμουν νέος κι άμυαλος με το χειρότερο τρόπο.
Είχα μια γιαγιά που ‘ταν ογδόντα χρονών, κι απέναντί της έμενε μια κοπέλα όμορφη, η Κρουστάλλω. Κάθε Σαββατόβραδο πηγαίναμε τα αγόρια του χωριού, έπαιρνε ένας ξάδερφός μου τον ταμπουρά και της κάναμε καντάδα. Κάθε Σάββατο λοιπόν η γριά πήγαινε στο παράθυρο και περίμενε την καντάδα νομίζοντας ότι τραγουδάμε γι’ αυτή. Άμυαλος όμως καθώς ήμουν εγώ, της αποκάλυψα ότι για την Κρουστάλλω κάνουμε καντάδα. Ύστερα από δυο μήνες η γριά έπεσε του θανατά.
Συγγνώμη αν άρχισα να φλυαρώ πριν καλά καλά αρχίσεις τις ερωτήσεις σου. Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θες.

-          Ίσα ίσα, τα λόγια σου είναι πολύτιμα και σοφά. Να σου κάνω όμως μια ερώτηση που με απασχολεί και πιστεύω ότι, αν κάποιος μπορεί να μου δώσει μια απάντηση, αυτός είσαι εσύ. Πού μπορεί κανείς να βρει την ευτυχία;

Την ευτυχία; Χμμ… Σ’ αυτό μάλλον δεν υπάρχει απάντηση. Ωστόσο, ένα πράγμα μπορώ να σου πω και να το θυμάσαι: πολλοί ζητούν την ευτυχία ψηλότερα από τον άνθρωπο. Άλλοι χαμηλότερα. Μα η ευτυχία είναι στο μπόι του ανθρώπου.

-          Η aπάντησή σου αυτή με βάζει σε σκέψη. Αλλά να σε ρωτήσω: υπάρχει Θεός; Κι αν ναι, πώς τον φαντάζεσαι;

Θα σου πω, αλλά μη γελάσεις. Πιστεύω ότι ο Θεός είναι ίδιος με τους ανθρώπους, ίδιος με μένα. Μόνο πιο ψηλός, πιο δυνατός, πιο τρελός. Κι αθάνατος. Ζει στον ουρανό, σε ένα σπίτι από σύννεφα και στο χέρι του κρατάει- όχι σπαθί, αυτό είναι για εμάς τους φονιάδες- αλλά ένα μεγάλο σφουγγάρι. Κι όταν έρχεται η ψυχή, έχοντας χάσει το σώμα, ο Θεός την κοιτάει και γελάει κάτω από τα μουστάκια του, αλλά παριστάνει τον αυστηρό. Όταν αυτή λοιπόν αρχίζει να περιγράφει τα κρίματά της και να ζητάει συγχώρεση.. δίνει μια με το σφουγγάρι και σβήνει όλες τις αμαρτίες! Γιατί αυτό θα πει Θεός: να συγχωράς.

-          Αλέξη Ζορμπά, πώς πιστεύεις ότι πρέπει κανείς να ζει;

Βλέπω τη ζωή σα μια γραμμή με ανήφορο και κατήφορο, όπου κάθε γνωστικός άνθρωπος πορεύεται με φρένο. Τι νόημα έχει όμως αυτό; Λες κι αν πορεύεται κανείς  φρόνιμα, δε θα τσακιστεί; Γι’ αυτό λοιπόν,  εγώ έχω πετάξει τελείως το φρένο, δε με τρομάζει ο εκτροχιασμός. Τι έχω να χάσω;

-          Ο τρόπος που σκέφτεσαι και ζεις  είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Είσαι ένας ξεχωριστός άνθρωπος.. Αλλά, αλήθεια, τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που πραγματικά επιδιώκει ο άνθρωπος; Ποιος είναι τελικά ο σκοπός του;

Για μένα, οι άνθρωποι ανήκουν σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, αυτοί που βάζουν σκοπό να ζήσουν, να φάνε, να πιουν, να πλουτίσουν, να δοξαστούν. Έπειτα, είναι αυτοί που σκοπό βάζουν όχι τη δική τους ζωή, αλλά τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Νιώθουν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ένα και παλεύουν για όλους. Και τέλος, είναι κι αυτοί που θέλουν να ζήσουν τη ζωή ολόκληρου του σύμπαντος. Αυτοί θεωρούν ότι άνθρωποι, ζώα, φυτά, ουρανός, είναι μια ύλη που μάχεται μαζί, με σκοπό να γίνει πνεύμα.

-          Οι απαντήσεις που έδωσες στα ερωτήματά μου φανερώνουν μια σοφία βγαλμένη μέσα από τη ζωή. Φαίνεται ότι κάθε τι που βλέπεις καθημερινά, το αντιμετωπίζεις σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά, κι αυτό σε κάνει να έχεις μια αντίληψη ξεχωριστή. Σε ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες τις σκέψεις σου μαζί μου.

Εγώ σε ευχαριστώ και ελπίζω να σε έκανα να σκεφτείς κάποια πράγματα όπως τα σκέφτομαι, και έπειτα να τα κρίνεις όπως εσύ πιστεύεις.

*********************************************************************************


~ Χαρακτηρισμός του ΣΝΟΟΥΜΠΟΛ  , του Λεωνίδα Καραγεώργου 
(από το βιβλίο του  Τζωρτζ Οργουελ, "Η Φάρμα των ζώων"                                                                                                           
Ο Σνόυμπολ αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστικούς  χαρακτήρες του έργου <<Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ>> του Τζωρτζ Οργουελ .Είναι ένα γενναίο γουρούνι το οποίο συνέβαλε με ηγετικό χαρακτήρα στην απελευθέρωση των ζώων από τον κλοιό του ιδιοκτήτη της φάρμας Τζόουνς. 
Ο Σνόουμπολ αποτελεί το πρότυπο του σωστού αρχηγού, καθώς  ήταν δίκαιος απεναντι σε όλους καθώς σεβόταν τα ωράρια εργασίας (στα εργα που έκαναν τα ζωα για να αναπτύξουν τη φάρμα τους ) και δν καταπίεζε ποτέ κανέναν. Επίσης  είναι ένα συλλογικό άτομο το οποίο (λόγο της θέσεις που έχει ως αρχηγός των ζώων) προοθεί την ομαδική εργασίας χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό του. Ακόμα ένα επιπλέον χαρακτηριστικό αυτού του ηγέτη είναι ότι έχει πολύ καλό χειρισμό του λόγου χωρίς όμως να τον χρησιμοποιεί για δικό του όφελος , αλλά για το όφελος όλων των ζώων της φάρμας.
Βέβαια με την εξέλιξη των γεγονότων μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Σνόουμπολ ως αδικημένο, καθώς διώχθηκε βίαια από τον πολιτικό του αντίπαλο Ναπολέων και προδόθηκε από τον λαό του (τα υπόλοιπα ζώα) που εξαιτίας της παραπληροφόρησης  εναντίον  του   έπαψαν να τον εμπιστεύονται και να τον θεωρούν σωστό αρχηγό και άρχισαν  να τον θεωρούν φίλο των ανθρώπων.
Τέλος είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Σνόουμπολ ήταν υποστηρικτής της ισότητας των ζώων, <<όλα τα ζώα είναι ίσα>>. Όμως μετά την εκδίωξη του φάνηκε πως η προηγούμενη φράση αλλοιώθηκε από τον Ναπολέων και έγινε ως εξής : << όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα>> 


*********************************************************************************

~Paulo Coelho, Ο Αλχημιστής, της Ραφαέλλας Ράντζου



********************************************************


~ ΑΚΑΚΙΑ ΚΟΡΔΟΣΗ,  "Σαν μουσική τη νύχτα",  από την Ελένη Πανταζή

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα της Ακακίας Κορδόση <<Σαν μουσική τη νύχτα>> μας ταξιδεύουν σε ένα μαγικό ταξίδι στην αθωότητα της εφηβείας δύο έφηβοι, η Αλίκη και ο Σταύρος και ένας ονειροπόλος τεχνίτης,ο κυρ-Γιάννης. Η Αλίκη, μια δωδεκάχρονη κοπέλα που περνάει το ξέγνοιαστο καλοκαίρι της κοντά στη γιαγιά της στην παραθαλάσσια Αμβρούπολη παίζοντας ατέλειωτα παιχνίδια με τις φίλες της,κάνοντας βόλτες με τις ώρες στην παραλία διαβάζοντας Κλασσικα Εικονογραφημένα,χαζεύοντας στους δρόμους και στις γειτονιές, πηγαίνοντας με τη συνοδεία της γιαγιάς και των φιλενάδων της στην εκκλησία και απολαμβάνοντας της λιχουδιές της γιαγιάς της θα γνωρίσει σύντομα τον καλό της φίλο Σταύρο, ένα δεκάχρονο αγόρι,ανιψιός του φωτογράφου της Αμβρούπολης που είχε εγκατασταθεί εκεί εξαιτίας της πρόωρης αρρώστιας του πατέρα του και μιας και ήταν το μικρότερο μέλος της οικογένειας,η οποία είχε πλέον μετακινηθεί στην Αθήνα,έμενε μαζί με τους θείους του ενώ μαζί Αλίκη και Σταύρος θα γνωριστούν με τον κυρ-Γιάννη,ένα μεσόκοπο τεχνίτη που επισκεύαζε τα παραθυρόφυλλα στο σπίτι της γιαγιάς της Αλίκης και σύντομα θα γίνουν πιστοί φίλοι.
Ο αφηγητής,ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ομοδιηγητικός μιας και τα γεγονότα τα αφηγείται η ίδια η Αλίκη, με αφορμή τις εξελίξεις και την συμπεριφορά των (δυο υπολοίπων) ηρώων σκιαγραφεί με τον δικό της τρόπο τον χαρακτήρα τους.Έτσι, ο μικρός Σταύρος παρουσιάζεται σαν ένα φτωχό και ντροπαλό αλλά ταυτόχρονα χαμογελαστό,ευγενικό και γλυκό παιδί <<με στρογγυλό πρόσωπο>>,πρόθυμο να βοηθήσει τόσο τους φίλους του όσο και τους "μεγάλους" ,<<με μια έκφραση αναμονής στα μάτια του,σα να σου ζήταγε μόνιμα να του δώσεις για κάτι την άδεια>>. Στη συνέχεια, ο κυρ-Γιάννης παρουσιάζεται σαν ένας παράξενος,μεσήλικας τεχνίτης, <<άνθρωπος μεσόκοπος,μέτριος στο ανάστημα,με μαλλιά αραιά, γκριζόξανθα με μάτια γαλανά,σαν χάντρες>>,<<άνθρωπος καλός,άτυχος,θύμα της οικογένειας, ένας φουκαράς>> ,εργατικός με βαθιά αγάπη για τη δουλειά του και κλειστός (αρχικά) αλλά τελικά πρόθυμος να συζητάει για τα έπιπλα όχι μόνο με τους δύο καινούργιους του φίλους αλλά και με τη γιαγιά (<<αυτός που μέχρι τότε δεν έπιανε πολλή κουβέντα με τη γιαγιά έψαχνε τώρα να βρει την ευκαιρία να της μιλήσει..>>).Τέλος ο αφηγητής (που είναι ένας εκ των πρωταγωνιστών της ιστορίας μας) είναι μια νεαρή έφηβη γεμάτη όρεξη για ζωή και περιπέτεια,συναισθηματική, κοινωνική,έξυπνη,επίμονη,ένα <<ανήσυχο πνεύμα>>.
Πέρα όμως απο την οπτική γωνία του αφηγητή, ας εστιάσουμε τώρα στο πώς βλέπουν τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας μας τους ήρωες μας. Πρώτα απ' όλα, η Αλίκη μοιάζει λίγο πολύ ίδια σε όλους τους κατοίκους της Αμβρούπολης:μία ατίθαση,χαμογελαστή νεαρή έφηβη γεμάτη ανησυχίες και όρεξη για παιχνίδια και βόλτες με τις φιλες της, πάντα πρόθυμη να βοηθά τους φίλους της. Έπειτα, ο Σταύρος φαίνεται να έχει κερδίσει τη συμπάθεια όλων με το γλυκό και ταπεινό του πρόσωπο γεμάτο ευγένεια και προθυμία να μην χαλάσει το χατίρι κανενός (<<η γιαγιά μου τον συμπάθησε.<<Τι καλό παιδάκι!>> μου είπε. <<Να του λες να 'ρχεται>>. >>). Για τον κυρ-Γιάννη τέλος, φαίνεται πως τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα:για κάποιες γειτόνισσες ήταν ένας καλός και άτυχος άνθρωπος,θύμα της οικογένειας του, για άλλες πάλι ήταν ένας ανεπρόκοπος άνθρωπος, <<άξιος της μοίρας του> ,στους υπόλοιπους κατοίκους της Αμβρούπολης ήταν αρκετά συμπαθής (ανάμεσα σ' αυτούς και η γιαγιά), άλλοι απλά αδιαφορούσαν, ενώ για την Αλίκη και τον Σταύρο ήταν αρχικά ένας παράξενος, κλειστός και εργατικός μάστορας που τελικά εξελίχθηκε στον ομιλητικό και πιστό τους φίλο.
Παίρνοντας λοιπόν και εγώ θέση στα παραπάνω, φαντάζομαι τους τρεις αυτούς ήρωες σαν τρεις απλούς,καθημερινούς ανθρώπους γεμάτους όνειρα,ανησυχίες, επιμονή, αυθορμητισμό,όρεξη για ζωή,οι οποίοι παρ' όλη τη διαφορά ηλικίας που τους χωρίζει καταφέρνουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αρπάξουν κάθε ευκαιρία που θα τους κάνει να ξεφύγουν απο τη ρουτίνα της καθημερινότητας.


*********************************************************************************



~ Ο Τρόμος του Ντάνγουιτς, H. P. Lovecraft, από τη Νεφέλη Φούντα





*********************************************************************************

~ Συνέντευξη από τον Ανδρέα Κορδοπάτη, του Γεράσιμου Χαντζή
(από το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη)


ΕΓΩ: Καλημέρα σας κύριε Ανδρέα Κορδοπάτη. Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις. Πρώτον, πείτε μου για την οικογενειακή κατάστασή σας και από που κατάγεστε.
Α.Κ.: Καλησπέρα σας. Κατ’ αρχήν κατάγομαι από την Δάρα Μαντινείας. Έχω ακόμη επτά αδέρφια, τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Ο πατέρας μου γεννήθηκε κι έζησε στο χωριό μου, ενώ η μάνα μου κατάγετε από την Γορτυνία.
ΕΓΩ: Ποια ήταν τα όνειρά σας, όταν ήσασταν μικρός; Πως ένιωθες για τα μεγαλύτερα αδέρφια σου που δούλευαν, ή και ακόμα που είχαν φύγει;
Α.Κ.: Όταν ήμουν μικρός δεν μ’ άρεσε το σχολείο. Ήθελα να δουλέψω όπως τ’ αδέρφια μου κι έτσι ξεκίνησα. Ήμουν σχετικά μικρός όταν ξεκίνησα με τον αδερφό μου να δουλεύω. Όταν έφυγα τα μεγαλύτερα αδέρφια μου το έβαλα σκοπό να φύγω κι εγώ. Ειδικότερα από την στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος.
ΕΓΩ: Την πρώτη φορά που έφυγες από το σπίτι σου, με απώτερο σκοπό την μετανάστευση στην Αμερική, τι σκεφτόσουν και πώς ένιωσες μόλις βίωσες την πρώτη απόρριψη;
Α.Κ.: Όταν πρωτοξεκίνησα, η αλήθεια είναι πως ήμουν λίγο φοβισμένος, αλλά είχα βάλει στόχο να τα καταφέρω. Ήταν κάτι που το ήθελα πάρα πολύ. Αυτό το πάθος μου τελικά με έκανε να δουλέψω σκληρά στην πατρίδα, για να ξαναπροσπαθήσω το ταξίδι προς την άλλη άκρη της γης.
ΕΓΩ: Και τελικά τα κατάφερες. Μετά από πολλές περιπέτειες. Όταν, λοιπόν, ξεκίνησες με τον μικρό σου αδερφό, τι περίμενες;
Α.Κ.: Περίμενα να φτάσω στην Αμερική και να δω τ’ αδέρφια μου που τα ‘χα νοσταλγήσει. Επίσης να βρω μια καλή δουλειά για να κάνω την τύχη μου.
ΕΓΩ: Εκείνες τις εφιαλτικές μέρες στο χαλασμένο καράβι, τι σκεφτόσουν και τι πίστευες πως θα γίνει τελικά;
Α.Κ.: Όσο περνούσαν οι μέρες σκεφτόμουν πως βρισκόμουν όλο και πιο κοντά στον θάνατο, πως θα γινόμουν φαγητό για τα ψάρια. Πάντα όμως, μέσα μου, πίστευα πως θα έρθει η σωτηρία και πως θα ξαναπάταγα γη.
ΕΓΩ: Μόλις φτάσατε, τι συνέβη και τι έκανες εσύ;
Α.Κ.: Όταν έπιασε το καράβι λιμάνι, όλοι χαρήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Όμως ξεκίνησε άλλος ένας έλεγχος από γιατρούς και τελικά εγώ κόπηκα στον έλεγχο και χωρίστηκα από τον μικρό μου αδερφό. Δεν ήθελα με τίποτα την επιστροφή στην Ελλάδα έτσι. Και τελικά δραπέτευσα από το πλοίο και χάθηκα μέσα στους Αμερικάνους. Δόξα ‘συ ο Θεός, τα κατάφερα και βρήκα κάποιους πατριώτες που ταξιδεύαμε μαζί και τελικά βρήκα και τ’ αδέρφια μου.
ΕΓΩ: Η ζωή στην Αμερική πώς ήταν;
Α.Κ.: Σχετικά καλά. Προσαρμόστηκα κατευθείαν και ξεκίνησα να εργάζομαι. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως μέρα-νύχτα φοβόμουν μην τυχόν με πιάσουν οι αστυνόμοι και ξαναπάω πίσω.
ΕΓΩ: Κάτι όμως που τελικά δεν απέφυγες. Συνελήφθης, δικάστηκες και τελικά επέστρεψες. Ποια ήταν τα τελευταία πράγματα που έκανες στην Αμερική και πως ένιωσες όταν επέστρεψες στην πατρίδα;

Α.Κ.: Τις τελευταίες ώρες στην Αμερική τις πέρασα με δύο αστυφύλακες, πολύ καλά παιδιά, που είχαν μιλήσει με τον αδερφό μου και με άφηναν σχεδόν μόνο μου να τριγυρνώ για ψώνια. Σκέφτηκα να το σκάσω αλλά μου είχε πει ο αδερφός μου να μην κάνω κάνα χουνέρι στα παλικάρια κι έτσι γύρισα στην Ελλάδα. Παρ’ όλο που δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, είχα νοσταλγήσει την πατρίδα και τους δικούς μου. Αλλά αφ’ ότου έμαθα πως θα μπορούσα να ξαναπάω στην Αμερική σε έξι μήνες, νόμιμα, ανυπομονούσα για το πότε θα ξανάφευγα. 

*********************************************************************************


~ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ, του Οδυσσέα Σκουτέρη

Η Άννα Φρανκ ήταν ένα κορίτσι, μόλις 13 χρονών. Ζούσε με τον μπαμπά της, τη μαμά της και την αδερφή της τη Μαργκώ στη Γερμανία και πήγαινε στο εβραϊκό σχολείο. Στα γενέθλιά της αγόρασαν ένα ημερολόγιο που το είχε σαν μια κολλητή της φίλη που η ίδια ονόμασε Κίττυ. Μέσα σε αυτό περιέγραψε τα όσα  συνέβησαν  στη ζωή  της.
 Το Μάιο του 1940 η Άννα Φρανκ και η  οικογένεια της μετακόμισαν  στην Ολλανδία γιατί οι Γερμανοί κήρυξαν πόλεμο εναντίον των Εβραίων. Τους απαγορεύθηκε να οδηγούν, μετά τις 8 έπρεπε να είναι όλοι μέσα στα σπίτια τους και δεν επιτρεπόταν να πηγαίνουν σε χώρους διασκέδασης. Μπορούσαν να πηγαίνουν για ψώνια μόνο σε εβραϊκά καταστήματα, τα παιδιά να φοιτούν μόνο σε εβραϊκά σχολεία και ήταν υποχρεωμένοι να φορούν πάντα το κίτρινο αστέρι για να ξεχωρίζουν ότι είναι Εβραίοι.
Αργότερα, όταν μπήκε και η Ολλανδία στον πόλεμο η Γκεστάπο (η γερμανική μυστική αστυνομία) μάζευε τους Εβραίους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, έτσι η οικογένεια της Άννας έπρεπε να κρυφτεί για να γλιτώσει.  Κρύφτηκαν σε μια σοφίτα πίσω από τα γραφεία της οικογενειακής επιχείρησης, στην οδό πρινσενγρατσ  263, όπου η κυρία Μιπ Γκις, η οποία δούλευε για τον πατέρα της Άννας, τους φιλοξένησε κινδυνεύοντας τη ζωή της.
 Μαζί τους κρύφτηκαν και ο κος. Βαν Ντάουν συνάδελφος του κ.Φρανκ με τη γυναίκα του και το γιο τους Πέτερ και αργότερα ακόμα ένα άτομο. Έμειναν εκεί κρυμμένοι για 2 χρόνια και τούς προμήθευαν κρυφά με φαγητό και ρουχισμό και άλλοι φίλοι και συνάδελφοι του κ. Φρανκ. Για να μην κάνουν αισθητή την παρουσία τους έπρεπε να μην κάνουν καθόλου θόρυβο να  μην βγαίνουν έξω και ούτε καν να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο κατά τη διάρκεια της μέρας γιατί τα γραφεία λειτουργούσαν και μπορούσε κάποιος να τους δει και να τους προδώσει.  Η Άννα όλη μέρα διάβαζε βιβλία, μάθαινε γαλλικά, παρατηρούσε τι έκαναν οι υπόλοιποι, και όλα αυτά τα σημείωνε στο ημερολόγιό της. Επειδή όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν μαζί σ’ένα μικρό χώρο, 24 ώρες την ημέρα, ήταν φυσικό να δημιουργούνται διαφωνίες και εντάσεις.
Στην αρχή η Άννα αδιαφορούσε για τον Πέτερ και δεν είχε καλή γνώμη γι’ αυτόν, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός έβρισκε κοινά μεταξύ τους και άρχισε να τον ερωτεύεται. Στις 4 Αυγούστου 1944, η Γκεστάπο ανακάλυψε την κρυψώνα τους μετά από ανώνυμη καταγγελία ενός Ολλανδού πληροφοριοδότη και όλοι οι κάτοικοι της συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν σε κλούβες.  Οι αρχές έβαλαν τους Φρανκ και τα υπόλοιπα τέσσερα άτομα που κρύβονταν μαζί τους σε ένα τρένο με προορισμό το Άουσβιτς. Η Άννα και η αδελφή της προορίζονταν ως εργάτριες λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, και στα τέλη Οκτωβρίου του 1944 μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν στη βόρεια Γερμανία. H μητέρα της Άννας πέθανε στο Άουσβιτς στις αρχές Ιανουαρίου του 1945. Η Άννα και η αδελφή της πέθαναν από βαριά ασθένεια λοίμωξης  την τύφο το Μάρτιο του 1945, δύο μήνες πριν από την απελευθέρωση της Ολλανδίας.
 Ο Όττο Φρανκ, ο πατέρας της Άννας, ήταν ο μόνος που επέζησε. Αργότερα επισκεπτόμενος στη σοφίτα βρήκε το ημερολόγιο της Άννας και χάρη σ’αυτόν εκδόθηκε το 1947.  
Όταν οι ναζιστές ανακάλυψαν το κρησφύγετο αναγκάστηκαν να παραμερίσουν δεκάδες  βιβλία για να μπουν στα διαμερίσματα και να φτάσουν στην Άννα. Αυτό που δεν γνώριζαν όταν αντίκρισαν την Άννα ήταν ότι το κορίτσι είχε ήδη δραπετεύσει. Μέσα από ένα             ημερολόγιο.   

*********************************************************************************             
~ Τα χέγια , Ζωρζ Σαρρή, της Βάσως Χαρδαλιά




............................................................................................................................................................


~  Ματωμένα χώματα, Διδώ Σωτηρίου, του Αλέξανδρου Σαμψών




.........................................................................................................


~ Ο Υπέροχος Γκάστμπυ, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, του Γεράσιμου Μπαρμπαρούση



...........................................................................................................


~Οι έξι ύποπτοι, Αγκάθα Κρίστι, της Αμαλίας Μπεκατώρου





..................................................................................................................................................................


~ Αιχμηρά Αντικείμενα, Flynn Gillian, της Ηρώς Λεγάτου


............................................................................................................


~ Ο αιώνιος σύζυγος, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, 
του Ζώη Σπυρόπουλου



............................................................................................................